Δεν το συνειδητοποιείς μεγαλώνοντας ότι σ' έχει «αρπάξει» ο αέρας της πόλης και κουβαλάς κάτι το «πειραιώτικο». Το κατάλαβα μετά το πανεπιστήμιο, που έκανα αγώνα να μιλήσω τη γλώσσα του καθωσπρεπισμού, γιατί εμένα με ανάθρεψε ο βαρύς λόγος των φίλων μου, των θείων μου και της αλάνας όπου έπαιζα μπάλα. Ο λόγος που ήταν συμβόλαιο, μια ματιά πάνω στα καθημερινά που έβλεπα γύρω μου από ανθρώπους όλων των τάξεων.
Το πιο εξωφρενικό στοιχείο της πόλης του Πειραιά είναι ότι εκεί οι τάξεις έχουν καταργηθεί. Δεν μπορείς να ανακαλύψεις καμία πάλη των τάξεων γιατί οι προύχοντες του λιμανιού είναι οι εφοπλιστές, που, ως θαλασσινοί και καραβοκύρηδες, είναι πιο λαϊκοί από τους αστούς της Αθήνας. Οι Πειραιώτες είναι όλοι ίδιοι. Και όταν κατοικούν στις συνοικίες της πόλης, είτε εκεί μεγάλωσαν είτε ήλθαν από τα νησιά, γιατί ο Πειραιάς έχει πολλούς νησιώτες, έχουν ως καταγωγή την ενιαία σκέπη της λέξης «Πειραιάς». Μένει ο άλλος στο Χατζηκυριάκειο, που είναι εκατό μέτρα από το κέντρο, και λέει «αύριο έχω να κατέβω στον Πειραιά» - οξύμωρο. Συναντιούνται τα πρωινά στην πλατεία του Δημαρχείου Πειραιώτες και δεν καταλαβαίνεις αν είναι από την Πειραϊκή, τη Νίκαια, το Κερατσίνι ή το Πασαλιμάνι.
Είναι αστείο, αλλά το μοναδικό ταξικό στοιχείο του Πειραιά είναι οι δύο ομάδες του. Ο Εθνικός και ο Ολυμπιακός. Το μίσος που χωρίζει τις δύο «παρατάξεις» είναι ιστορικό. Και φυσικά, αληθινά ταξικό. Ο Εθνικός, ένας ακατάδεκτος αριστοκράτης από την Καστέλλα, γέννησε -και στο ποδόσφαιρο και στο πόλο- μια κοινωνική νομενκλατούρα στην πόλη, όπου για τους λίγους και απαιτητικούς οπαδούς του οι «γαύροι» Ολυμπιακοί ήταν εκπρόσωποι του λιμανιού και της λαϊκής κουλτούρας της μαρίδας που θέλει να παίρνει τους τίτλους με τον τσαμπουκά και τη δύναμή της. Και παρά την παρακμή του Εθνικού στο ποδόσφαιρο, αν πιεις έναν ελληνικό καφέ σε καφενείο της Τζαβέλα ή τρακάρεις κανέναν νοσταλγό του στην οδό Σχιστής ή την περίφημη Μανούσου Κούνδουρου στην Καστέλλα, καταλαβαίνεις ότι ο σαρκασμός ανάμεσα στις δύο «τάξεις» ζει και βασιλεύει.
Η Μανούσου Κούνδουρου είναι η οδός με την ωραιότερη θέα στην Ελλάδα. Ένας μυστικός δρόμος πάνω από τη διαδρομή του τρόλεϊ στην Καστέλλα, την Παπαναστασίου -πρώην Βασιλέως Παύλου-, όπου όλα τα σπίτια βλέπουν το Μικρολίμανο σαν το Μόντε Κάρλο. Αν αρχίσεις να την περπατάς βλέπεις τις μονοκατοικίες του παλιού Πειραιά, που όμοιές τους έχει και ο Προφήτης Ηλίας και που ούτε πωλούνται ούτε ενοικιάζονται. Το μυστικό όσων παρεπιδημούμε στη γειτονιά είναι ότι «στο μιλητό» μπορεί να βρεις ένα σπίτι να νοικιάσεις - αν είσαι τυχερός και σου ζητήσουν κάτω από 800 ευρώ το μήνα κι αν έχεις πάρει καλή σειρά στην ιεραρχία της κλίκας των γειτόνων. Αν δεν έχεις «μέσο», μην πλησιάζεις. Απλώς δεν έχει νόημα.
Στον Πειραιά, παρ' όλα αυτά, δεν υπάρχουν «κλίκες» - εκτός από τις κλίκες στον Δήμο. Στον Πειραιά υπάρχουν παρέες. Ισχυρές και αδιατάρακτες. Υπάρχουν άρρηκτοι δεσμοί, φιλίες χρόνων, στέκια, συνήθειες και διαδοχές στις ιεραρχίες. Υπάρχουν άγραφοι νόμοι στα μαγαζιά, γειτονιές με ιστορία, και πάνω απ' όλα μια καθημερινότητα σχεδόν άκακη - έως γραφική. Η ζωή συνεχίζεται με αυτόματο πιλότο - τίποτα δεν αλλάζει. Απολύτως τίποτα. Ο Πειραιάς είναι όπως το 1960, το '70, το '80 και το '90. Ακόμη και τα κτίρια-φαντάσματα που τον ασχημαίνουν μέσα στο λαμπρό του κέντρο, ακόμη και οι βρόμικες ακτές και οι παραλίες που δεν έγιναν ποτέ σαν αυτές τις Γλυφάδας και της Βούλας, τα ουζερί που είναι εκεί σαν τα τοτέμ για να τα βρίσκει κανείς τα βράδια περιμένοντας στην ουρά των αυτοκινήτων στην παραλία. Μόνο το Μικρολίμανο έγινε πιο busy. Πάντα ήταν η κοσμική πλευρά της πόλης - τελευταία πάει να γίνει και η πιο κιτς. Τα μαγαζιά ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Η αισθητική του κομματιού από τον Ναυτικό Όμιλο μέχρι το Δελφινάριο είναι η αισθητική ενός σούπερ μάρκετ διασκέδασης. Αλλά αυτό είναι ο Πειραιάς. Αδιάφορος για τα πάντα - ακόμη και για το καλό του πρόσωπο. Αδιάφορος γενικά, σαν πόλη που περνάει τον καιρό της. Έτσι, για να περνάει ο καιρός.
Έτσι είναι και οι γυναίκες του. Οι Πειραιώτισσες, υπερήφανες και χαλαρές, από την πολλή λεβεντιά αδιαφορούν για τον ερωτισμό τους. Δεν τον «πουλάνε», δεν τον παζαρεύουν, δεν τον φτιασιδώνουν σαν τις θεσσαλονικιές ντίβες ή σαν τις αστές Αθηναίες. Ή τις θέλεις όπως είναι ή δεν ασχολείσαι μαζί τους. Τα Σάββατα οι πιο ανεξάρτητες θα πάνε στο Καφέ των Αισθήσεων μόνες τους, χωρίς συνοδεία, μετά τα ψώνια, τα βράδια δύο δύο ή τρεις τρεις πάνε στο Kitchen Bar για ποτό γιατί εκεί κανείς δεν θα τις πειράξει, και όταν με τα αγόρια πάνε στο Αμερικάνικο για ποτό, απλώς συνειδητοποιείς ότι είναι τόσο φυσικές που, αν δεν θέλουν δεν θέλουν, κι αν θέλουν το απολαμβάνουν. Οι Πειραιώτισσες περνάνε καλά, αγαπάνε βαθιά τους Πειραιώτες και παραδέχονται το ανεπιτήδευτο αντριλίκι τους, γιατί ξέρουν κι αυτές ότι και στο σχολείο και στην καφετέρια και στα μαγαζιά της πόλης, κι αυτές κι αυτοί, με μια αξία γαλουχήθηκαν. Με το χαρακτήρα. Κι ως γνωστόν, ο χαρακτήρας δεν αλλάζει ποτέ.
To άρθρο είναι απο το lifo.gr και το Γιώργο Λυκουρόπουλο